-
1 καταρρέω
A flow down,αἷμα καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς Il.4.149
, 5.870; ;κατὰ δ' αἷμα.. ἔρρεε Χειρός 13.539
; ποταμοὶ κατ' ὄρεσφι ῥ. 4.452;καταρρέον φλέγμα ἐκ τῆς κεφαλῆς Hdt.4.187
; of rivers, παρὰ τὴν Ἄλτιν κ. X.HG7.4.29;τὸ καταρρέον ὕδωρ D.55.10
.2 of men, stream, rush down,ἁθρόοι καταρρέοντες Ar.Ach.26
; οἱ δὲ ἐμπαλασσόμενοι κατέρρεον, i. e. into the river, Th.7.84; , cf. 71; sink down,κ. ἀπὸ τῆς κλίνης ἐπὶ τοὺς πόδας Hp.Prog.3
;εἰς τοὺς ὁμαλοὺς τόπους Plb.8.14.6
; διὰ τοῦ τέγους κ. Luc.Tim.41: c. acc.,τὴν ἀτραπὸν κατερρύην Ar.Fr.47
.3 of fruit, leaves, etc., fall, drop off, X.Cyr.1.5.10, Thphr.CP4.13.3, etc.4 fall in ruins,τὰ τοιαῦτα.. περὶ αὑτὰ καταρρεῖ D.2.10
: metaph.,κατερρύη τὸ τῆς πόλεως ἀνδρεῖον Arist.Fr. 557
; σιγᾷ κατερρύη μέλος dub. in Pi. Fr. 177; of a crater, fall in, Plb.34.11.12; of a roof, Paus.1.44.3, etc.; νεκροῦ κατερρυηκότος τὰς σάρκας having collapsed, Id.10.2.6;καταλείβεσθαί νιν καὶ κ. ὥσπερ τοὺς κολοσσούς
Abh. Berl. Akad.1925(5).21
([place name] Cyrene).5 κ. ἔς τινα come to, fall to the lot of, Theoc.1.5, Bion 1.55.7 metaph., fall into,ἐπὶ τὸν μῦθον Epicur.Ep.2p.36U.
II run down, drip with,φόνῳ E.Tr.16
:—and in [voice] Pass., αἵματι, ἱδρῶτι καταρρεῖσθαι, Plu.Galb. 27, Luc.Nigr.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρρέω
-
2 καταῤ-ῥέω
καταῤ-ῥέω (s. ῥέω), herab-, herunterfließen; αἷμα καταῤῥέον ἐξ ὠτειλῆς Il. 4, 149; öfter in tmesi, wie κατὰ δὲ νότιος ῥέεν ἱδρὼς ὤμων καὶ κεφαλῆς 11, 811; κατεῤῥύη Pind. frg. 157; γλώσσης μελίσσης τῷ κατεῤῥυηκότι Soph. frg. 167; φόνῳ καταῤῥεῖ ἀγάλματα Eur. Troad. 16; von Flüssen, Xen. Hell. 7, 4, 29 u. A.; von feuerspeienden Bergen, Pol. 34, 11, 12; von anderen Dingen, herabfallen, bes. von vertrockneten Blumen u. Laub, nach Hermogen.; τὸν καρπὸν ἀσυγκόμιστον καταῤῥεῖν εἰς τὴν γῆν Xen. Cyr. 1, 5, 19; τὰ φύλλα u. ä., Sp.; τὰ κυήματα Arist. H. A. 5, 30; auch von Menschen, herunterfallen, καταῤῥυείς Ar. Pax 71; ἐραστὴν διὰ τοῦ τέγους καταῤῥέοντα Luc. Tim. 41; ähnl. καταῤῥεῖν ταῖς ἀνοδίαις εἰς τοὺς ὁμαλοὺς τόπους Pol. 8, 16, 6, hinabeilen. – Uebertr., περὶ αὑτὰ καταῤῥεῖ, fällt in sich zusammen, Dem. 2, 10; vgl. Arist. bei Ath. XII, 523 f; – εἴς τινα, Einem zu Theil werden, Theocr. 1, 5; Bion. 1, 55. – Sp. brauchen auch das pass., λόγχην καταῤῥεομένην αἵματι Plut. Galb. 27; Luc. Nigr. 35 ἱδρῶτι κατεῤῥεόμην, ich wurde mit Schweiß überströmt, übergossen.
-
3 καταῤῥέω
καταῤ-ῥέω, herab-, herunterfließen; von Flüssen; von feuerspeienden Bergen; von anderen Dingen: herabfallen, bes. von vertrockneten Blumen u. Laub; auch von Menschen: herunterfallen; καταῤῥεῖν ταῖς ἀνοδίαις εἰς τοὺς ὁμαλοὺς τόπους, hinabeilen. Übertr., περὶ αὑτὰ καταῤῥεῖ, fällt in sich zusammen; εἴς τινα, einem zu Teil werden; pass., ἱδρῶτι κατεῤῥεόμην, ich wurde mit Schweiß überströmt, übergossen
См. также в других словарях:
συγκαταβαίνω — ΝΜΑ, και συγκατεβαίνω Ν 1. είμαι ή γίνομαι επιεικής, ενδοτικός 2. είμαι καταδεκτικός, καταδέχομαι (α. «μα πούρ εσυγκατέβηκα κι ήρθα να σε τιμήσω», Ερωτόκρ. β. «μετὰ δημοτῶν ἀνθρώπων συγκαταβαίνων ὠμίλει ᾧ τύχοι», Πολ.) αρχ. 1. κατεβαίνω μαζί με… … Dictionary of Greek